- κήτειος
- -α, -ο (Α κήτειος, -εία, -ον)[κήτος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κήτος ή που προέρχεται από κήτος («κήτεαι γένυες», Νόνν.)νεοελλ.φρ. «κήτειον σπέρμα» — κητόσπερμα*αρχ.1. πολύ μεγάλος, πελώριος, τερατώδης2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κητείαα) το ψάρεμα μεγάλων ψαριών, ιδίως τόν(ν)ωνβ) το μέρος όπου αλιεύονται μεγάλα ψάρια («εἰσὶ δὲ κητεῑαι παρ' αὐτοῑς ἄρισται», Στράβ.)3. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Κήτειοιάγνωστος λαός τής Μυσίας, Ομ. Ιλ.4. (κατά τον Φώτ.) «κήτειον, λάχανον ἀνθερίκῳ ὅμοιον».
Dictionary of Greek. 2013.